Ιδρυτική διακήρυξη

cropped-emeplogo6.jpg

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Α. Η ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

H βασική καθοδηγητική αρχή των μεγάλων πολιτισμών από τη στιγμή της εμφάνισης του μεσσιανισμού (των μονοθεϊστικών θρησκειών και των εκκοσμικευμένων καθολικών και καθολικευτικών ιδεολογιών ­– του φιλελευθερισμού, του μαρξισμού, της οικολογίας) είναι πως η πορεία του ανθρώπινου γένους αποτελεί μια συνεχή διαδικασία αναμίξεων και ομογενοποίησης, που διακόπτεται από περιόδους διαχωρισμού και διαφοροποίησης, αλλά η γενική πορεία παραμένει αδήριτη προς την κατεύθυνση της απόλυτης ομογενοποίησης φύλων, φυλών, γλωσσών, μια πορεία προς τον άνθρωπο ως αφηρημένη και καθολική μορφή. «Όλοι για έναν και ένας για όλους». Όλοι ένας και ο ένας όλοι… Η «κατάληξη» της ανθρώπινης περιπέτειας βρίσκεται στην απόλυτη ομογενοποίηση, είτε μέσω της αγοράς –φιλελευθερισμός– είτε μέσω της αταξικής κοινωνίας – κομμουνισμός.

Σήμερα, οι νέες δυνατότητες της τεχνολογίας, και της βιοτεχνολογίας, κατ’ εξοχήν, έρχονται να προσθέσουν μια νέα ψηφίδα στην εικόνα. Οι άνθρωποι θα ζουν σε ένα μοναδικό και ενιαίο καθεστώς, θα καταναλώνουν τα ίδια προϊόντα, θα έχουν αποδεχθεί την παγκοσμιοποίηση ως ομογενοποίηση. Ο επερχόμενος κλωνισμός, καθώς και τα άλλα δημιουργήματα /τερατουργήματα της βιοτεχνο­λογίας και οι ρέπλικες του μέλλοντός μας, απλώς θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία.

Όντως, όμως, υπήρξε η ανθρώπινη ιστορία –όπως και η ιστορία της φύσης– μια διαδικασία ομογενοποίησης, ή, αντιστρόφως, ήταν μια διαδικασία πολυπλοκοποίησης και διαφοροποίησης;΄Η μήπως και τα δύο; Στην πραγματικότητα, στη φύση αλλά και στην ιστορία, ομοιομορφοποίηση και πολυπλοκοποίηση εναλλάσσονται σε ένα διαρκώς ανώτερο επίπεδο σύνθεσης: Από το μπινγκ-μπανγκ, στη συγκρότηση του σύμπαντος, και από τους μονοκύτταρους οργανισμούς στους πολύπλοκους, με διαφοροποιημένα όργανα, από τις απλούστερες κοινωνικές συσσωματώσεις, με μικρό καταμερισμό εργασίας, σε κοινωνίες υψηλού καταμερισμού, τέλος από την κοιλάδα του Ολντουβάι και το μεγάλο ρήγμα της Δυτικής Αφρικής, όπου φαίνεται να ξεκίνησε η ανθρώπινη περιπέτεια πριν επτά εκατομμύρια χρόνια, στην καταπληκτική διαφοροποίηση των ανθρωπίνων πολιτισμών, από τα υψίπεδα των Άνδεων μέχρι τις κοιλάδες της Νέας Γουϊνέας.

Όσο για τις διαδικασίες ομοιομορφοποίησης, τις περισσότερες φορές πρόκειται για αποσυνθετικές διαδικασίες: δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα και εξίσωση της θερμοκρασίας, θάνατος των ζωντανών οργανισμών και αποσύνθεσή τους, διάλυση των μεγάλων πολιτισμών και πτώση του επιπέδου του καταμερισμού και της κοινωνικής πολυπλοκοποίησης. Η ίδια η εμφάνιση της ζωής συνιστά μια αντί-δραση ενάντια στις δυνάμεις της εντροπίας και της ομοιομορφοποίησης.

Ταυτοχρόνως όμως η καθολίκευση –η γενίκευση–, συνοδεύει εξίσου και παραλλήλως την ανθρώπινη ιστορία. Οι ανακαλύψεις των εργαλείων θα εξαπλωθούν σε όλο τον πλανήτη και το ίδιο θα συμβεί με τις μεγάλες τεχνολογικές επαναστάσεις – την αγροτική, τη βιομηχανική, την πληροφορική.

Εν κατακλείδι, καθολίκευση και διαφοροποίηση συνδυάζονται και συχνά διαδέχονται η μία την άλλη ή βαδίζουν ταυτόχρο­να σε διαφορετικά πεδία.. Συνήθως, η γενίκευση σε κάποια επίπεδα συνδυάζεται με τη διαφοροποίηση σε κάποια άλλα.

Η σημερινή φάση της «παγκοσμιοποίησης», ήρθε να αντικαταστήσει την αμέσως προηγούμενη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, κατά την οποία η βιομηχανική επανάσταση συνδυαζόταν με έναν υψηλό βαθμό ιδεολογικής και καθεστωτικής-εθνικής διαφοροποίησης. Η παγκοσμιοποίηση θα ήθελε να αποτελέσει μια ιστορική καινοτομία: να επιβάλει την ομοιομορφοποίηση σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης ζωής και να διαλύσει κάθε είδους συλλογική ετερότητα, είτε εθνική είτε ιδεολογική-κοινωνική. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, έχει ήδη έλθει το «τέλος της ιστορίας» –η οποία αποτελεί μια μεγάλη «διήγηση» και προϋποθέτει την ύπαρξη συλλογικών ετεροτήτων– και, στο εξής, κάθε μορφή παλιάς συλλογικής ετερότητας θα υποκατασταθεί από μια και μόνη μορφή ετερότητας, την ατομική, και η ιστορία με μεγάλο Ι θα αντικατασταθεί με τις ατομικές «διηγήσεις» των ανθρώπων-ατόμων. Και αν ακόμα δεν έχουμε φθάσει στο «παγκόσμιο κράτος», βαδίζουμε προς τα εκεί, μέσω του πολλαπλασιασμού των διεθνών οργανισμών και προπαντός μέσω της οικονομικής «παγκοσμιοποίησης» και της ανάπτυξης των πολυεθνικών εταιρειών, που τείνουν να αγκαλιάσουν σε ένα ενιαίο δίκτυο το σύνο­λο του πλανήτη.

Αυτή η λογική, όμως, υφίσταται όλο και περισσότερες επικρίσεις αφού η ετερότητα αναδεικνύεται και πάλι στο προσκήνιο, αρχικώς μέσω της πολιτισμικής και εθνικής διαφοροποίησης, όπως τόσο εναργώς καταδεικνύει η άνοδος του Ισλάμ. Και όλα δείχνουν πως η παγκοσμιοποίηση θα ηττηθεί και στο οικονομικό πεδίο, καθώς η οικονομική πρωτο­καθεδρία της Δύσης απειλείται άμεσα από την οικονομική ενδυνάμωση της Ασίας, για πρώτη φορά μετά από τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια δυτικής ηγεμονίας. Ισλάμ και Άπω Ανατολή, με διαφορετικό τρόπο, απειλούν την εδραίωση της δυτικής ηγεμονίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Εξ άλλου η οικονομική αποτελεσματικότητα της διευρυνόμενης κλίμακας των ανταλλαγών, των «οικονομιών κλίμακας» και των μεγάλων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων τίθεται αυτή καθεαυτή υπό αμφισβήτηση. Το κόστος των μεταφορών, το βάρος της δημιουργίας υποδομών, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα εργασιακά και οργανωτικά προβλήματα των τεράστιων μονάδων παραγωγής, τα προβλήματα της εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης του προσωπικού καθιστούν οικονομικά ασύμφορη την αδιάκοπη μεγέθυνση των μονάδων και το διαρκώς επεκτεινόμενο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων.

Αν, δε, συνυπολογίσουμε και το οικολο­γικό και κοινωνικό κόστος της παγκοσμιοποίησης, από τις τεράστιες δαπάνες που απαιτούνται για την οικολογική διαχείριση των καταστροφών που προκαλεί η «ελεύθερη οικονομία», έως τα ναρκωτικά, τις φυλακές, την ανασφάλεια, τα προβλήματα υγείας, τότε το συμπέρασμα είναι αδιαμφισβήτητο: Η παγκοσμιοποίηση, με την ξέφρενη και ανεξέλεγκτη μορφή της, αποτελεί ήδη φραγμό στην ίδια την βιωσιμότητα της οικονομίας και θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια νέα οικονομική μορφή, διότι το μικρό και το εγγύς παρουσιάζουν μεγαλύτερη οικονομική, οικολογική και κοινωνική αποδοτικότητα από ό,τι το τεράστιο και το απομακρυσμένο.

Η υπέρβαση της αποσύνθεσης και της παρακμής θα επιτευχθεί στην αναβάθμιση του τοπικού, της μερικότητας, της ιδιαιτερότητας, του εθνικού και του περιφερειακού, που όμως δεν αρνείται την επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, δεν αρνείται μια μορφή «παγκοσμιοποίησης», αλλά προωθεί μια οικουμενικότητα δηλαδή ανάπτυξη των παγκόσμιων σχέσεων ιδίως στο επίπεδο της εκπαί­δευσης, της επικοινωνίας, της πληροφόρησης – με ταυτόχρονη εδραίωση της διαφο­ρο­ποί­ησης.

Είναι επί πλέον προφανές ότι σε ένα μοντέλο όπου οι δύο μοναδικοί και εν δυνάμει πόλοι είναι το παγκόσμιο πεδίο και το άτομο, όπως υποστηρίζουν οι απανταχού υποστηρικτές των «ατομικών δικαιωμάτων», δεν χωράει το πολιτικό πεδίο, το πεδίο της κυβέρνησης και της αυτοκυβέρνησης· σε μια τέτοια περίπτωση οι άνθρωποι θα κυβερνιούνται από τα πράγματα, δηλαδή τη μεγαμηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Εξ ου και η σημερινή παρακμή της πολιτικής στη Δύση. Η δημοκρατία και η συμμετοχή απαιτούν τη διαχείριση στο εγγύτερο δυνατό πεδίο για τον πολίτη· και διαχείριση όχι μόνο των… σκουπιδιών, αλλά της ίδιας της παραγωγής.

***

Συνέπεια της πολιτικής και κοινωνικής παρακμής που ζήσαμε τις ακροτελεύτιες δεκαετίες του περασμένου αιώνα υπήρξε και η γενίκευση της ιδεολογίας του «τέλους»: τα τέλη του 20ού αιώνα σφραγίστηκαν από τη λογική, τη φρασεολογία ή τη ρητορική του «τέλους». Τέλος του σοσιαλισμού, τέλος της διαίρεσης σε στρατόπεδα, εξάντληση της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη, τέλος του έθνους-κράτους και του κράτους πρόνοιας, τέλος του ανθρώπου ως φυσικού δημιουργήματος και είσοδος στην εποχή των τεχνητών «προσθηκών».

Και φυσικά, το τέλος των ιδεολογιών και όλα τα συμπα­ρο­μαρτούντα: Το τέλος της ιστορίας. Και ο κατάλογος μπορεί να είναι χωρίς… τέλος! Το έσχατο καταφύγιο του σύγχρονου ανθρώπου, ο έρωτας, έπαψε να μοιάζει έρωτας και εισήλθε στη δικαιοδοσία της φαντασμαγορίας της virtual reality. Η φρενίτιδα των τεχνικών αλλαγών και ο κολασμένος χορός της αδιάκοπης συσσώρευσης εμπορευμάτων, προκαλούν μια ανελέητη γήρανση προϊόντων, ιδεών, συμπεριφορών και. ανθρώ­πων, όπου το σημερινό «νέο» έχει ήδη μια ημερομηνία λήξης όλο και πλησιέστερη στην ημερομηνία παραγωγής του. Tο αύριο είναι ήδη σήμερα και το σήμερα χθες.

Αν, σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου είδους ο ιστορικός-τεχνητός χρόνος απέκλινε από τον φυσικό χρόνο, ποτέ άλλοτε αυτή η απόκλιση δεν έτεινε να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας ριζικής διχοτομίας όπου ο ιστορικός κόσμος της τεχνόσφαιρας αντιπαρατίθεται τόσο βίαια με τον υλικό-φυσικό κόσμο. Εξαντλείται λοιπόν ο κόσμος που γνωρίσαμε. Ο τεχνόκοσμος παύει πια να λειτουργεί ως δημιούργημα του ανθρώπου, και είναι ο άνθρωπος που λειτουργεί ως προέκτασή του. Γι’ αυτό και ποτέ άλλοτε η αίσθηση της αλλοτρίωσης και της ανημπόριας δεν ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη. Ο παλιός κόσμος τελειώνει κάθε μέρα και ο «καινούργιος» που αναδύεται είναι όλο και περισσότερο χωρίς νόημα.

Κατά συνέπεια, δεν βρισκόμαστε μόνο στο τέλος μιας εποχής, αλλά σε ένα σταυροδρόμι της ανθρώπινης ιστορίας. Κατά συνέπεια, η μόνη πιθανή αντίσταση, ή ίσως και η ανατροπή αυτού του παγκόσμιου ενοποιημένου εμπορευματικού συστήματος, μπο­ρεί να προέλθει από την ανάδειξη ενός διαφορετικού συστήματος αναγκών, που θα έχει τέτοια ισχύ και καθολικότητα ώστε να ανατρέψει το κυρίαρχο εμπορευματικό σύστημα· ενός συστή­ματος αναγκών με νέες ανθρωπολογικές και οντολογικές διαστάσεις.

Β. ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ;

Αν λοιπόν σε αυτή την «εποχή του τέλους» δοκιμάζονται άνθρωποι, πολιτισμοί και ιδέες, αν ο κόσμος μεταβάλλεται σε αντικατοπτρισμό, αν παλιοί πολιτισμοί, κοινωνικά και ιστορικά υποκείμενα, συστήματα ιδεών και μπλοκ βουλιάζουν, ο Έλληνας, ο κόσμος του, αντιμετωπίζει μια αβυσσαλέα κρίση. Όσο αρχαι­ότερος είναι ένας πολιτισμός, τόσο εντονότερη η αντιπα­ράθεση με το παρόν, τόσο μεγαλύτερη η δυσκολία «προσαρμογής», τόσο βαθύτερη η τομή και ο αποπροσανατολισμός.

Τα τελευταία ογδόντα χρόνια υπήρξαν καταλυτικά. Οι Έλληνες ξεριζώθηκαν από χώρους στους οποίους είχαν ζήσει για χιλιάδες χρόνια. Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη, Βαλκάνια, Πόντος, Μαύρη Θάλασσα. Είτε στριμώχτηκαν στην ασφυκτική φυλακή της μετριοκρατικής ψωροκώσταινας, είτε ταξίδεψαν σε μακρινούς και υπερπόντιους τόπους ως μετανάστες και ως ναυτικοί, μακριά από τον ιστορικό χώρο της Μεσογείου. Η δύναμή τους, το εμπόριο, μεταβλήθηκε σε αχίλλειο πτέρνα τους, σε παρασιτισμό, την εποχή της βιομηχανικής ηγε­μονίας και σε αιτία του ξεριζώματός τους την περίοδο των συμπαγών και ομοιογενών εθνικών κρατών. Οι κοινότητες τους, είτε στον ορεινό αγροτικό χώρο, είτε στο πολυεθνικό μωσαϊκό της Μεσογείου, αποσυντέθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την πυρηνική οικο­γένεια και την ηδονοβλεπτική σχέση με τον βασιλιά-τηλεόραση. Oι μνήμες της τελευταίας ανολοκλήρωτης επα­νάστασης, της Αντίστασης, χάνονται μαζί με τους τελευταίους αγωνιστές, ενώ η και πιο πρόσφατη αντίσταση στη χούντα εξαργυρώθηκε συχνά ακόμα και με υπουργικούς θώκους.

Οι πόλεις και τα χωριά μας που, κάποτε, σε ευτυχέστερες στιγμές, γέννησαν το μέτρο και την αρμονία, έχουν μεταβληθεί σε άθλια εξαμβλώματα, αγχωτικά, γελοιογραφικά χρησιμοθηρικά, αντανακλώντας όλη την ερήμωση και την ασχήμια μας. Εκεί πλέον κυριαρχεί ο βιασμός του μέτρου και η περι­φρόνηση μιας φύσης που κατακρεουργείται βάναυσα σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακόμα και η ριζωμένη στη γη, και κατά τεκμήριο στην παράδοση, αγροτιά έχασε την αγάπη για το δημιούργημά της, τους ίδιους τους καρπούς της γης, και «ενισχύει» τα προϊόντα με λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ορμόνες, μολύνοντας θάλασσες και ποτάμια. Μέσα σε τριάντα χρόνια, ο πλέον λιτοδίαιτος λαός της Ευρώπης έγινε ο μεγαλύτερος καταναλωτής θερμίδων και από τους πρώτους καταναλωτές οινοπνεύματος και ναρκωτικών ουσιών.

Η κατανάλωση πολλαπλασιάστηκε και οι υπεραγορές εξαλείφουν τα μικρομπακάλικα. Αλλά παράγουμε όλο και λιγότερο αυτά που καταναλώνουμε.

Αν σε όλη του τη διαδρομή το ελληνικό κράτος υπήρξε αδιάλειπτα ελλειμματικό, σήμερα οδηγείται στον παροξυσμό. Η βιομηχανία και η αγροτική παραγωγή παραμένουν για δεκαπέντε χρόνια στάσιμες ή ακόμα χειρότερα μειώνονται σε απόλυτα μεγέθη, ενώ για την πληρωμή των δανείων καταβάλλουμε ποσά που ξεπερνούν το 20 % του εθνικού εισοδήματος. Και αυτοί που καλούνται να πληρώσουν δεν είναι η παρασιτική άρχουσα τάξη, δεν είναι οι διεφθαρμένες ελίτ της πολιτικής, των ΜΜΕ και της «διανόησης», αλλά οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι «μικρομεσαίοι».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για οποιαδήποτε εθνική πολιτική ή έστω για στοιχειώδη αυτονομία. Παράλληλα, η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο με τη νέα «μεγάλη μετανάστευση των λαών» που σημειώθηκε στη χώρα, με την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων ξένων εργατών και μεταναστών σε μία δεκαετία.

Οι κοινωνικές μεταλλάξεις που προκύπτουν από την εγκατάσταση των ξένων εργατών και των μεταναστών στην Ελλάδα ενισχύουν τις κοινωνικές αλλά και τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Η εγχώρια εργατική τάξη, ιδιαίτερα στους τομείς της ανειδίκευτης εργασίας, εξαφανίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Αυτή η χωρίς προηγούμενο «ελαστι­κοποίηση της εργασίας» οδήγησε σε μείω­ση του πληθωρισμού, σε πτώση του εργασιακού κόστους και σε πρόσκαιρη απογείωση του Χρη­ματιστηρίου, πριν να κατακρημνιστεί μεγαλοπρεπώς. Η ένταξη στην ΟΝΕ και οι αδηφάγοι και καταστρεπτικοί Ολυμπιακοί του 2004,έγιναν το νέο μεγάλο όραμα των ελίτ. Μέσα σε δέκα χρόνια, η Ελλάδα άλλαξε περισσότερο από ό,τι σε όλη την πρόσφατη μεταπολεμική ιστορία. Περάσαμε ταυτοχρόνως στον «λαϊκό καπιταλισμό» και στη μεταβολή μας σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η συνέπεια είναι η γενικευμένη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, και ιδιαίτερα των μεσαίων στρωμάτων, χωρίς να διαφαίνεται, στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον, μια προοπτική ιδεολογικής ανάταξης.

Ακόμα και στη μικρή «δεύτερη Ελλάδα»,την Κύπρο, ακολουθείται το ίδιο μοντέλο σε διαστάσεις ακόμα παροξυστικές: Ακραία τουριστικοποίηση της οικονομίας –2,5 εκατομ τουρίστες, για 700.000 πληθυσμό– εισαγωγή μεταναστών, προσκόλληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εγκαταλειψη κάθε αντιστασιακού ήθους.

Γ. ΤΟ «ΤΕΛΟΣ» ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Σε έναν «υπερπολιτικοποιημένο» λαό, η πολιτική προκαλεί πλέον «τα πιο βαθειά χασμουρητά» και τα «τωκ-σόου» πρέπει να διανθίζονται με μερικούς καυγάδες για να διεγείρουν τις κουρασμένες αισθήσεις των απηυδισμένων θεα­τών. Οι Έλληνες δεν πιστεύουν πλέον ότι το παρόν πολιτικό σύστημα μπορεί να προσφέρει μια οποιαδήποτε διέξοδο.

Το 1989 σηματοδότησε την οριστική εξάντληση της μεταπολιτευτικής περιόδου, ως διακεκριμένης περιόδου στην ελληνική ιστορία. Μιας περιόδου κατά την οποία οι εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις και το πολιτικό σύστημα διέθεταν μια πρωτοφανή αυτονομία (σχετική πάντα) απέναντι στο διεθνές σύστημα, ενώ τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα βρέθηκαν σε συνθήκες θετικής γι’ αυτά αναδιανομής του πλούτου και της εξουσίας.

Η πολιτική αποτελούσε τη βασιλική οδό προς την εξουσία και η αυτονομία της ίσως δεν είχε προηγούμενο, τουλάχιστον το τελευταίο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ο δρόμος της κοινωνικής ανόδου δεν περνούσε πλέον από την επιχει­ρηματική δραστηριότητα αλλά από την πολιτική. Οι γόνοι τόσο της άρχουσας τάξης, όσο και των λαϊκών στρωμάτων συνωστίζονταν στις πολιτικές νεολαίες, ουσιαστικό προθάλαμο μιας ανέλιξης στους μαιάνδρους της εξουσίας. Σε μια εποχή διόγκωσης του δημόσιου τομέα, κρατι­κοποι­ήσεων και συρρίκνωσης του ιδιω­τικού, ακόμα και οι «μάνατζερ» έπρεπε να σιτιστούν στους πολιτικούς προθαλάμους. Για να εισέλθει κανείς στο διδακτικό προσωπικό του Πανε­πιστημίου, δεν αρκούσε να είναι «διανο­ούμε­νος», έπρεπε (κυρίως) να είναι και μέλος ή πελάτης κάποιου κόμματος. Οι συγκρούσεις των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή ήταν το θέαμα με την υψηλότερη ακροαματικότητα στην τηλεόραση, ενώ τραγουδιστές και λοιποί «λαϊκοί καλλιτέχνες» συνωθούνταν στα κομματικά φεστιβάλ για να κατασκευάσουν το «κοινό» τους. Οι δημοσιογράφοι, συνήθως άθλιου μορφωτικού επιπέδου, και μόλις «απελευθερωμένοι» από την ΕΡΤ και τις πολυποίκιλες κρατικές υπηρεσίες, «στρατοπεδεύουν» στα κομματικά γραφεία.

Αυτός ο ηγεμονικός ρόλος της πολιτικής αντικατόπτριζε δύο θεμελιώδη γεγονότα: Πρώτον, τον πραγματικό ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων ως προς τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούσαν, και δεύτερο –ίσως ουσιαστικότερο– τις μεγάλες ευκαιρίες απασχόλησης που προσέφεραν τα πολιτικά κόμματα ως δια­χει­ριστές ενός διευρυνόμενου κράτους. Αρκεί να αναλογιστούμε πως, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η απασχόληση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπερδιπλασιάζεται. Ιδιαίτερα, όταν αρχίζει η οικονομική στασιμότητα και η συρρίκνωση της ιδιωτικής παραγωγής, στη δεκαετία του 1980, ο μόνος εύρωστος εργοδότης παραμένει το κράτος. Τα πολιτικά κόμματα διαδραματίζουν ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και όλα τα κοινωνικά κινήματα –εργατικό, νεολαιίστικο, γυναικείο, οικολογικό, πο­λιτιστικό– που προσπα­θούν να αποκτήσουν μια κάποια αυτο­νομία από την πολιτική και τα κόμματα αποτυγχάνουν.

Όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα πράγματα αλλάζουν. Η σχετική αυτονομία του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού εξανεμίζεται. Ο δανεισμός, η αποβιομηχάνιση, η μεταφορά του οικονομικού κέντρου βάρους από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, η παράλληλη κατάρρευση του κράτους πρόνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο με την άνοδο του φιλελευθερισμού, τέλος η θανάσιμη αγωνία του ανατολικού σοσιαλισμού, μεταβάλλουν ριζικά τη συγκυρία. Η εξάρτηση αντικαθιστά την αυτονομία.

Εκ παραλλήλου, τα δεκαπέντε πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν ομογενοποιήσει το πολιτικό προσωπικό και τις ελίτ. Μερικές χιλιάδες άνθρωποι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διαχειριστές, διανοούμενοι, νέμονται εξίσου, ή σχεδόν εξίσου, την εξουσία, άσχετα με το κόμμα ή την «παράταξη» στην οποία ανήκουν. Οι διαφοροποιήσεις των πολιτικών κομμάτων στις αρχές της μεταπολίτευσης, οι οποίες αντα­νακ­λώνταν έως ένα βαθμό και στην ίδια την ταξική στελέχωση και συγκρότησή τους, έχουν εκπέσει στο εξής σε απλές φραστικές κατασκευές, ενώ έχει πυκνώσει το πέπλο της αδιαφάνειας ανάμεσα στις ελίτ και τις λοιπές κοινωνικές τάξεις. Άρα το πολιτικό σύστημα τείνει να γίνεται όλο και πιο αδιαπέραστο στις πιέσεις της «βάσης» και να αναπαράγει μια ενιαία πολιτική με ελάχιστες διαφοροποιήσεις.

Οι κατασκευαστές, προμηθευτές του Δημοσίου και ταυτοχρόνως ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, νέμονται ένα μέρος από την πίττα και μόνον οι ελάχιστοι «ριγμένοι» διαμαρτύρονται και φωνασκούν, ενώ ο Αμερικανός πρεσβευτής κατα­λαμβάνει σχεδόν de jure τη θέση του πραίτορα. Η ίδια η καλλιτεχνική δραστηριότητα και ο πολιτισμός, έσχατο καταφύγιο αυτονομίας, παραχωρούνται εν σώματι στα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα που εγκαθιστούν απ’ ευθείας τους υπουργούς τους στην κυβέρνηση.

Έτσι φτάσαμε στην εξάντληση της μεταπολίτευσης που παραμένει ένα άταφο, τυμπανιαίο, πτώ­μα.

Δ. Η «ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ» ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ

Ίσως σημαντικότερη από την έκπτωση της πολιτικής είναι η γενικευμένη «αποστασία» και απαξίωση των διανοουμένων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο παγκοσμίων διαστάσεων, ή τουλά­χιστον καθολικό στον Δυτικό Κόσμο. Οι διανοούμενοι, άλλοτε «συνείδηση», τουλάχιστον εν μέρει, των λαών τους (Ζολά ή Ντοστογιέφσκι, Τόμας Μαν ή Ζαν Πωλ Σαρτρ, Γκράμσι ή Καμύ), πρωτοπόροι στα νέα πολιτιστικά και πολιτικά ρεύματα, αντίπαλοι, ή τουλάχιστον επικριτικοί, προς την εξουσία, σήμερα έχουν σιγήσει. Αντίθετα, έχουν μεταβληθεί σε θεράποντες της εξουσίας, σε αστέρες των τηλεοπτικών μέσων και σε φορείς της κυβερνητικής πολιτικής των χωρών τους. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας ολοκληρώνει τη στροφή του κριτικού πνεύματος της Σχολής της Φραγκφούρτης προς τον «ρεαλισμό», ο Μπερνάρ Ανρί Λεβύ και οι πρώην μαοϊκοί στη Γαλλία λανσάρουν μια από τις πιο αντιδραστικές εκδοχές του «αντι-ολοκλη­ρω­τισμού», με τους «νέους φιλοσόφους», μεταβαλλόμενοι στην ουσία σε πρωτοπόρους του νεοφιλελευθερισμού, κηρύσσουν τον ρεαλισμό και πρωτοστατούν στη δαιμονοποίηση και την επίθεση ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, τους Άραβες, τη Ρωσία, όπως έγινε και με τον συγγραφέα του «Τρίτου Κύματος», τον Άλβιν Τόφλερ, στις ΗΠΑ.

Αυτή η εξέλιξη εντάσσεται προφανώς στην ολοκλήρωση της εμπορευματικής αλλοτρίωσης στις χώρες της Δύσης. Το χρήμα γίνεται ο αποκλειστικός ορίζοντας ενός πολιτισμού σε παρακμή που έχει χάσει τη δυνατότητα αυτοκριτικής και ανανέωσης. Ελάχιστοι διανοούμενοι έχουν μείνει για να θυμίζουν τον παλιό τους ρόλο, όπως ο Νόαμ Τσόμσκυ.

***

Για τον ελληνισμό τα πράγματα ήταν σχεδόν πάντοτε προβληματικά. Οι επαναστάτες διανοούμενοι της Φιλικής Εταιρείας θα παραγκωνιστούν από τους Φαναριώτες, ενώ οι φυσικοί φορείς της επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, θα έχουν ανάγκη από «γραμ­ματικούς» για να μπορούν να επικοινω­νήσουν. Αγωνιστές και «διανοούμενοι» θα αποτελέσουν δύο διαφορετικά, και ορισμένες φορές διαχωρισμένα, υποκείμενα. Οι συνέπειες υπήρξαν ανυπολόγιστες: Η επανάσταση του ’21 θα σωθεί στο τέλος ως εκ θαύματος. Το ίδιο θα συμβεί στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αγωνιστές σαν τον Άρη Βελουχιώτη θα εκφράσουν το λαϊκό επαναστατικό αίσθημα, ενώ οι «πολιτικοί καθοδηγητές» του ΚΚΕ θα κρατήσουν την πολιτική ηγεμονία και θα οδηγήσουν με τραγικό τρόπο το αντιστασιακό κίνημα στον αυτοχειριασμό, και τα «μακεδονικά» παραληρήματα. Στην περίπτωση του αγώνα για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, το 1954-59, αυτή η «αποστασία» θα πάρει τραγικές διαστάσεις και το μεγαλύτερο κόμμα της νήσου, το ΑΚΕΛ, θα εγκαταλείψει τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα.

Αυτή η διχοτόμηση ανάμεσα στον λαό και τη διανόηση μπορεί να αναχθεί στην… ελληνιστική εποχή, με την εμφάνιση του γλωσσικού διμορφισμού ανάμεσα στην αττικίζουσα των λογίων και την κοινή ελληνική. Θα γίνει δε εντονότερη μετά την Άλωση της Κωσταντινούπολης. Οι κοσμικοί ή οι «εκ­συγχρονιστές» διανοούμενοι θα φύγουν προς τη Δύ­ση, ενώ οι κληρικοί «διανοούμενοι» θα μείνουν στην Ανατολή, διατηρώντας μια αμφίσημη –σωστική της παράδοσης και ταυτόχρονα «σκοταδιστική»– ηγεμονία πάνω στον ελληνικό λαό. Και το ίδιο σενάριο θα επανα­λαμβάνεται για πολλά χρόνια πριν και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους: οι «φωταδιστές», μαζί με την επανάσταση, τον διαφωτισμό και την εισαγωγή των νέων επιστη­μών, θα εισαγάγουν και τη λατρεία προς τη Δύση –αυτό το διαρκές και άπιαστο όνειρο που ενοφθάλμισαν στους νεοέλληνες, «να γίνουμε Δύση»– και από την άλλη οι «σκοταδιστές» της Ανατολικής παράδοσης, κυρίως κληρικοί, κηρύττουν την επιμονή στην ανατολική παράδοση, – μερικές φορές ακόμα και την αποδοχή της υποταγής στην τουρκική ηγεμονία, όπως θα κάνει ο Αθανάσιος Πάριος, στην αντιπαράθεσή του με τον δυτικόφερτο διαφωτισμό. Οι προσπάθειες του Καταρτζή, του Ρήγα Φεραίου, της Φιλικής Εταιρείας, του Σκουφά, που θα επιχειρήσουν να συνθέσουν τις δύο παραδόσεις και θα ορα­ματιστούν μια ομοσπονδια­κή Βαλκανική, θα απο­τελέσουν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Χαρακτηριστική του ιστορικού αδιεξόδου ήταν η πνευματική εξέλιξη του πρώτου «νεοέλληνα» διανοουμένου, του Πλήθωνα-Γεμιστού ο οποίος, για να ξεφύγει από το ασφυκτικό δίλημμα παπισμού και τουρκολατρείας, θα οραματιστεί μια καινούργια θρησκεία, με στοιχεία… αρχαιοελληνικά και ζωροαστρικά, για να επιβεβαιώσει τη νεοελληνική ταυτότητα. Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που στη Δύση η ανάδυση των εθνικών ταυτοτήτων, έναντι της τυραννίας της καθολικής εκκλησίας, θα ενδύεται το όχημα της μεταρρύθμισης, ένας Έλληνας διανοούμενος θα «ταξιδεύει» σε μια τραγική ουτοπία.

Η «ανατολική» παράδοση θα δώσει τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Παπαδιαμάντη και τον Θεόφιλο, τον Κολο­κοτρώνη, το δημοτικό τραγούδι και τον Μακρυ­γιάννη ή τον Βελουχιώτη. Η παράδοση του διαφω­τισμού θα δώσει τον Κοραή, τον Κάλβο και τον Σολωμό, τον Σκληρό και τον Κορδάτο, τον Βενιζέλο και τον Ψυχάρη, για να εκφυλιστεί σήμερα στους αναπαραγωγικούς ακαδημαϊκούς διανοούμενους. Η «γενιά του ’30» θα επιχειρήσει, στο πεδίο της δημιουργίας, να υπερβεί τη διχοτόμηση «φωταδισμού-σκοταδισμού». Τέλος μορφές διανοουμένων, όπως εκείνες του Ρήγα Φεραίου, του Νικόλαου Σκουφά, ή του Σταύρου Καλλέργη, του Ανδρέα Ρηγόπουλου, του Γρηγόρη Πανά, του Νίκου Γιαννιού και του Καραβίδα που θα προσπαθήσουν, τουλάχιστον με την πρακτική τους δραστη­ριότητα, να άρουν αυτή την αντίφαση, θα παραμείνουν περιθωριακές και θα πνιγούν μέσα σε αυτή τη γενικευμένη αντίθεση ανάμεσα σε δυτικόφρονες «φω­ταδιστές» και ανατολικούς «σκο­ταδιστές».

Αυτή η έλλειψη ολοκλήρωσης, αυτός ο διχασμός λαού-διανόησης, σήμερα θα φτάσει σε παροξυσμό:

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι αριστεροί διανοούμενοι, καταδιωκόμενοι, ριγμένοι στις εξορίες και τις φυλακές, θα τροφοδοτούν μέχρι τη μεταπολίτευση ένα ορισμένο κριτικό πνεύμα απέναντι στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, ή τουλάχιστον θα παραμένουν εκτός εξουσίας. Μετά τη μεταπολίτευση όμως, μέσα σε λίγα χρόνια, θα μεταλλαγούν, κατά μεγάλο μέρος, σε ομοτράπεζους της κατεστημένης ελίτ, και θα καταλάβουν ηγεμονικές θέ­σεις στους θεσμούς. Εξάλλου, ακόμα και όσοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική λογική υποχρεώνονται είτε να περιθωριο­ποιηθούν είτε να κάνουν μια σειρά από συμβιβασμούς. Διότι πλέον η οποιαδήποτε χρηματοδότηση της έρευνας έχει εκχωρηθεί από το ελληνικό κράτος στην Ε.Ε. και τους ιδιώτες σπόνσορες, μεταβάλλοντας τους πάντες σε επαίτες προγραμμάτων.

Ιδιαίτερα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο νέος πολικός αστέρας της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής διανόησης θα γίνει η «Ευρώπη». Θα μεταβληθούν κατά μεγάλο μέρος τους σε θιασώτες του εμπορευματικού-παρασι­τικού εκσυγχρονισμού, του «αντιεθνικισμού», σε κόλακες της εξουσίας και των ποικίλων συγκροτημάτων. Από εκφραστές του δυτικού διαφωτισμού, έστω, σε προπαγανδιστές του πλέον ξέφρενου μιμητισμού.

Υπάρχουν και διαφορετικές φωνές, αρκετές, σημαντικές αλλά διάσπαρτες. Τις περισσότερες θα τις συναντήσει κανείς σε τομείς της τέχνης της λογοτεχνίας ή της μουσικής και πιο πρόσφατα της ιστορικής έρευνας, όπου εκφράζεται περισσότερο η «ψυχή» ενός λαού. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ίσως τις πλέον ελπιδοφόρες εξελίξεις.

***

Αυτή είναι η πραγματική μας κατάσταση. Οι Έλληνες βρίσκονται στο σημαντικότερο σταυροδρόμι της ιστορίας τους. Ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία τους δεν ήταν τόσο κοντά στην πολιτισμική εξαφάνιση.

Ακόμα και στις εποχές που δεν είχαν κρατική υπόσταση, διέθεταν τη δύναμη της γλώσσας, του πολιτισμού, της θρησκείας, του πληθυσμού, που τους καθιστούσε σημαντικό παράγοντα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα, ο κίνδυνος της σύνθλιψής μας ανάμεσα στην παρασι­τοποίηση έναντι της Δύσης και την υπο­τα­γή στην Ανατολή, την Τουρκία, είναι πολύ πιο άμεσος.

Παρασιτοποίηση και υποταγή σημαίνουν ταυτοχρόνως και έλλειψη ή υπανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων, συρρίκνωση της πολιτιστικής παραγωγής, φτώχεμα της ζωής και των αισθημάτων μας, βύθισμα στην υλική και πνευματική μιζέρια. Εδώ εντοπίζεται το βαθύτατο λογικό και θεωρητικό σφάλμα των λεγόμενων «εκσυγχρονιστών». Λαός χωρίς διακριτή υπόσταση και αυτονομία, λαός ισοπεδωμένος στην κοσμοπολίτικη σούπα που εκπέμπει το Χόλυγουντ, δεν μπορεί να αναπτύξει τίποτε, ούτε κοινωνικά κινήματα, ούτε οικολογικό κίνημα, ούτε πολιτισμό. Όλα τα κοινωνικά κινήματα αναδεικνύονται πάντα συναρθρωμένα με την ιδιαιτερότητα και τη λαϊκή κουλτούρα μιας χώρας, μιας περιοχής, μιας ηπείρου.

Και προφανώς δεν αρκεί να επαναπαυόμαστε στη σκέψη πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για την απραξία μας. Ούτε σε εκείνη, παραπλήσια, που θεωρεί τους Έλληνες «περιούσιο λαό», προορισμένο από την «ιστορία» να επιβιώσει˙ μια εξωπραγματική παραμυθία που μόνο να μας αποκοιμίσει μπορεί, ή να εκθρέψει κάποιες ρατσιστικές ονειροφαντασίες. Η Ελλάδα, ως πολιτισμός, ως υπόσταση, ως κινήματα, πράγματι απειλείται με παραπέρα συρρίκνωση. Τίποτε στην ιστορία δεν είναι αιώνιο ή αναλλοίωτο. Οι Έλληνες δεν έχουν κερδίσει την ιστορική αθανασία. Η αντίσταση, η αληθινή επ-ανάσταση που χρειάζεται η χώρα μας, δεν μπορεί να στηριχτεί σε ψεύτικες υπεραι­σιοδοξίες και παραμυθίες. Τα πράγματα είναι άσχημα, γι’ αυτό και πρέπει να αλλάξουν ριζικά.

Ε. Η ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Όμως –και αυτή είναι ίσως σήμερα μια βασική αιτία της νάρκωσης που έχει καταλάβει τους Έλληνες– αν μια μάχη θεωρείται προκαταβολικά χαμένη, τότε δεν δίνεται. Δεν μπορεί να υπάρξει αντίσταση αν το τοπίο είναι τόσο ζοφερό ώστε να παραλύει κάθε αντίδραση.

Παρά τον σκοτεινό πίνακα που σκιαγραφήσαμε, δεν θεωρούμε πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αντίστασης, ˙ και αυτή την πίστη δεν την αντλούμε μόνο από τη δύναμη της απελπισίας αλλά από αυθεντικά δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Ήδη, παρά την κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου, παρά τη νίκη των Αμερικανών και των δυτικών συμμάχων τους στον πόλεμο του πετρελαίου και της Γιουγκοσλαβίας, παρά την ανάδυση των πολυεθνικών εταιρειών, στη θέση που κάποτε κατείχαν τα κράτη και οι ιδεολογίες, οι εξελίξεις δεν είναι μονοδιάστατες:

Α. Στον τομέα της οικονομίας

Τα τελευταία χρόνια, το κέντρο της παγκόσμιας συσσώρευσης μετατοπίζεται προς την Ανατολή και κατ’ εξοχήν προς την Κίνα. Το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ ξεπερνάει τα 800 δις δολάρια τον χρόνο. Οι ΗΠΑ συντηρούν την ηγεμονική τους θέση μόνο μέσω της παγ­κόσμιας στρατιωτικής και πολιτικής-πο­λιτισμικής ηγε­μονίας.

Ήδη η πρώτη μεγάλη κρίση της παγκοσμιοποίησης είναι ήδη πραγματικότητα και εγκαινιάστηκε με τη χρηματιστηριακή κρίση στην Ν.Α. Ασία, το 1997-98 και να φθάσει στο απόγειό της το 2008. Η καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ παγκοσμιοποίηση έχει φθάσει σε οριακό σημείο και θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες αυξάνουν και πάλι την τιμή του πετρελαίου, οι ασιατικές χώρες ενισχύουν την περιφερειακή ενσωμάτωση των οικονομιών (πάνω από το 60% των ανταλλαγών τους γίνεται ενδο-ασιατικό έναντι 30 ή 35% πριν είκοσι χρόνια), και τα δυτικά χρηματιστήρια καταρρέουν.

Β. Η ανάδυση ενός νέου κινήματος

Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, μετά το Σιάτλ και τη Γένοβα, μεταβάλλεται σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα σε παγκόσμια κλίμακα.

Το κίνημα υποστηρίζει το δικαίωμα των λαών, εθνών και εθνοτήτων στην αυτοδιάθεση και στρέφεται εναντίον πολιτικών και οικονομικών «ολοκληρώσεων» που τους συνθλίβουν. Σύμβολο του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης είναι η Παλαιστινιακή Αντίσταση, το κίνημα των Ζαπατίστας, των Ινδιάνων Τσιάπας του Μεξικού, ενώ πλέον με τους Τσάβες και Μοράλες έχει φθάσει και στις κυβερνήσεις ενός αυξανόμενου ποσοστού των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Το κίνημα αυτό στρέφεται κατά της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης που, με το πρόσχημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οδηγεί στην κατάργηση των δικαιωμάτων των εθνών, όπως έγινε με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και τις εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Προτείνει μια ανάπτυξη στηριγμένη σε τοπικούς πόρους, που αναπτύσσει την παγκόσμια συνεργασία στο επίπεδο των επικοινωνιών και μειώνει τον όγκο του εμπορίου, των μεταφορών, της σπατάλης των φυσικών πόρων, είναι πιο αποδοτικό οικονομικά από το παγκοσμιο­ποιημένο μοντέλο, το οποίο επιφέρει τεράστιο κόστος, λόγω της καταστροφής του περι­βάλλοντος, των οικοσυστημάτων και των λαών. Τα φαινόμενα της υπερθέρμανσης, των τρελών αγελάδων κλπ., με το τεράστιο οικονομικό κόστος τους, επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο του σημερινού βιομηχανικού και αγροτικού μον­τέλου.

Γ. Κρίση της ιδεολογικής ηγεμονίας του παγκοσμιοποιητικού προτύπο.

Η ώρα του «θριάμβου» του νεοφιλελεύθερου μοντέλου υπήρξε και η στιγμή που αποκαλύφθηκε το απόλυτο κενό του, η αδυναμία του να νοηματοδοτήσει την ανθρώπινη ζωή. Σήμερα, όλο και ευρύτερα στρώματα, αναγνωρίζουν τη σημασία της κριτικής της ανάπτυξης και του εργαλειακού ορθολογισμού. Γίνεται συνείδηση πως η αλλαγή του κυρίαρχου υποδείγματος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πεδίο της αδιάκοπης α­νάπτυξης των αναγκών, την οποία καλύπτει η διαρκής επέκταση των εμπορευμάτων, αλλά με τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό σύστημα αναγκών. Δεν πρέπει λοιπόν να χάνουμε από τα μάτια μας το κυριότερο φαινόμενο του τέλους του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου, την παρακμή των ιδεολογικών προϋποθέσεων της ηγεμονίας της Δύσης, την οποία προανήγγελλε ο Σπέγκλερ ήδη έναν αιώνα πριν. Παρακμή πίσω από την αυταπάτη της παντοδυναμίας.

Ακόμα και συντηρητικοί στοχαστές (όπως π.χ. οι Αμερικανοί κοινοτιστές, ο Αμιτάϊ Ετζιόνι, κ.ά.) προβληματίζονται γύρω από τον «κοινοτισμό» και γενικότερα γύρω από την ανάγκη εξασφάλισης κάποιας μορφής κοινωνικής συνοχής που να υπερβαίνει τη μονάδα-άτομο της εμπορευματικής παραγωγής, ενώ το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης επανεισάγει την αναζήτηση νέων κοινωνικών και πολιτικών προτύπων.

Απέναντι στη γενικευμένη απαξίωση της εδαφικότητας, και τον θριάμβο του ανθρώπου «χωρίς ρίζωμα», του ανθρώπου του χρηματιστηρίου και της καθολικής αφηρημενοποίησης και συμβολοποίησης του κεφαλαίου, η αντίσταση ανθρώπων και λαών τείνει να «επιστρέψει» στην ταυτότητα, το έθνος, την περιφέρεια… Μέσα σε συνθήκες οραματικού κενού και αδιεξόδου, οι άνθρωποι καταφεύγουν όλο και περισσότερο στη σταθερότητα ή τη συντηρητική ασφάλεια των παλιών ταυτοτήτων τους, ισλαμισμός, εθνικισμός, ή προβάλλουν το έθνος, τη φύση, το φύλο τους, ως τελευταία ασπίδα απέναντι στον εμπορευματικό ισοπεδωτισμό.

Αυτή η καταφυγή στην παράδοση μπορεί να αποβεί απελευθερωτική στο βαθμό που θα ενοφθαλμιστεί στο σώμα ενός νέου, σύγχρονου, ενεργού προτάγματος. Διότι αυτή η επιστροφή, όπως κάθε «επιστροφή» εξ άλλου, απελευθερώνει τις δυνάμεις της ιστορικής μνήμης, ανθρωποποιεί και συγκεκριμενοποιεί τον άν­θρωπο, αλλά παράλληλα, εμπεριέχει και μεγάλους κινδύνους. Στο παρελθόν, μπόρεσε να τεθεί ακόμα και στην υπηρεσία του επιθετικού εθνικισμού.

Δ. Ο πόλεμος των πολιτισμών.

Η παγκοσμιοποίηση προκαλώντας βαθύτατες ανατροπές σε πολιτισμούς και κοινότητες, ανασκάβοντας παραδοσιακές και μη ταυτότητες, επιβάλλοντας από τα πάνω ένα ενιαίο κοινωνικό και πολιτισμικό μοντέλο, οδηγεί –ιδιαίτερα σε πολιτισμικά πρότυπα ιδιαίτερα παραδοσιοκεντρικά, όπως το Ισλάμ– σε αντιδράσεις που πλήττουν καίρια την ίδια την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Η Σοβιετική Ένωση που προσπάθησε πρώτη να επιβάλει ένα παγκοσμιοποιητικό μοντέλο, εκείνο του υπαρκτού σοσιαλισμού, άρχισε να καταρρέει μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν και την αναζωπύρωση του Ισλαμισμού στις νότιες και κεντρικές ισλαμικές δημοκρατίες της. Οι ΗΠΑ και η Δύση στο σύνολό της δέχτηκαν ένα κοσμοϊστορικό χτύπημα στην απόπειρά τους να επιβάλουν το νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιητικό μοντέλο, με την επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου του 2001, ενάντια στα κέντρα της Αμερικανικής ισχύος.

Ο πόλεμος των πολιτισμών, του Χάντιγκτον, τον όποιο επικαλέστηκε και χρησιμοποίησε η Δύση για να συντρίψει τον ορθόδοξο κόσμο και ιδιαίτερα τη Γιουγκοσλαβία, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, στρέ­φεται πλέον ενάντια στους ίδιους τους εμπνευστές του.

ΣΤ. Ο «ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡΟΣ»

Απέναντι στην παγκόσμια ακτίνα δράσης των πολυεθνικών εταιρειών απαιτείται μια οργάνωση του πλανήτη σε παγκόσμιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο και όχι βέβαια η απάλειψη της δικαιοδοσίας του έθνους-κράτους.

Τη στιγμή που η Δύση κινδυνεύει να χάσει την ψυχή και την πρωτοκαθεδρία της, θα τείνουν να ενεργοποιούνται και πάλι οι ενδιάμεσοι χώροι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Αυτή η ενεργοποίηση μπορεί να είναι είτε μια μεγάλη ευκαιρία είτε ένας μεγάλος κίνδυνος. Τι άλλο αν όχι ενεργοποίηση, με την έννοια της αφύπνισης ενός ηφαιστείου, είναι η κρίση που διαπερνά όλο τον «ενδιάμεσο» ανατολικοευρωπαϊκό και μεσανατολικό χώρο; Από τη Σοβιετική Ένωση μέχρι την Παλαιστίνη και το Ιράκ, περνώντας από τα Βαλκάνια και το Κουρδιστάν, ο ενδιάμεσος χώρος εκρήγνυται.

Αυτή η έκρηξη, που για την ώρα καταστρέφει μια τεράστια περιοχή, μπορεί να μεταβληθεί σε προανάκρουσμα νέων γεωπολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών συγκροτήσεων.

Ήδη αναφερθήκαμε στην Ανατολική Ασία όπου οι τάσεις για αυξανόμενη οικονομική συνοχή τείνουν να διαμορφώσουν μια οικονομική περιφερειακή οντότητα. Σε ένα βαθμό κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στη Λατινική Αμερική, όπου αυξάνεται η περιφερειακή οικονομική αλληλοδιείσδυση, ιδιαίτερα στον «Νότιο Κώνο» της Ηπείρου.

Η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου της συσσώρευσης έξω από τη Δύση, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια σχετική αυτονομία της περιφέρειας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, και στην ανάδειξη νέων μοντέλων ανάπτυξης και συμπεριφοράς, νέων τύπων συνάρθρωσης των ανθρωπίνων κοινοτήτων και ομάδων.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαγράφονται οι όροι και οι δυνατότητες να μπορέσουν οι Έλληνες να κοιτάξουν τον κόσμο που τους περιβάλλει για τη διαμόρφωση προτύπων και συμπεριφορών και να ξεφύγουν από τη μυθολογική και μυθοποιητική ταύτισή τους με τη Δύση. Και παρά το ότι πολλοί διανοούμενοι επαναλαμβάνουν εν χορώ το ιδεολόγημα του «ανήκουμε στη Δύση», στην πραγματικότητα ανακαλύπτουμε και πάλι τα Βαλκάνια, αρχίζουμε ένα νέο «ταξίδι του Οδυσσέα», στον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα, αύριο και πάλι στη Μέση Ανατολή. Ίσως ανοίγονται εκ νέου οι δυνατότητες να ξανασυναντήσουμε ξεχασμένες μορφές της ταυτότητάς μας, την κοινότητα των Ελλήνων, τη ζάντρουγκα των Σλάβων χωρικών, μια άλλη σχέση ανάμεσα στον τεχνόκοσμο και τη φύση. Μια καινούργια σχέση ανάμεσα στον ορθολογισμό και την ανθρώπινη υπόσταση την οποία κατέστρεψε η ίδια η ύστερη Δύση, μεταβάλλοντας τον διαφωτισμό σε εργαλειακό ορθολογισμό. Μια άλλη σχέση ανάμεσα στην εργασία και τη σχόλη, ανάμεσα στην ετερονομία και την αυτονομία.

Πάντως το βέβαιο είναι πως αν η Δύση, για 500 χρόνια τουλάχιστον, υπήρξε η ανανεωτική δύναμη του πλανήτη, σε επίπεδο προϊόντων, ιδεών και μοντέλων, σήμερα ζούμε μια ιστορική μετατόπιση του κέντρου βάρους τεραστίων διαστάσεων. Η Δύση δεν θα γράψει το έτος «501»[1], τουλάχιστον από την άποψη της δυναμικής, γιατί από εκείνη της παρούσας ισχύος εξακολουθεί να παραμένει μια «σιδερένια τίγρη».

Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο πως σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει, εμείς οι Έλληνες, ένας λαός 15 εκατομμυρίων, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια στη διασπορά, θα κατορθώσουμε να επιβιώσουμε. Πάντως έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία, να συλλάβουμε την κίνηση του εκκρεμούς της πλανητικής ιστορίας και να συμβάλουμε ενεργά τόσο στη διαμόρφωση μιας νέας περιφερειακής ταυτότητας στον χώρο μας όσο και στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών και πολιτικών προτύπων.

Για μια φορά όχι ετερόφωτοι αλλά γηγενείς και ταυτόχρονα παγκόσμιοι, γιατί ζούμε σε ένα παγκόσμιο –αλλά όχι παγκοσμιοποιημένο και ισοπεδωτικό– πολιτισμό. Είμαι πεπεισμένος για την αλλαγή της ιστορικής κίνησης, το ερώτημα-στοίχημα είναι: εμείς θα παρευρεθούμε σε αυτή τη συνάντηση, θα είμαστε… εδώ; Μήπως άραγε το ελληνικό έθνος-κράτος ως έσχατη μορφή του ελληνισμού έχει εξαντληθεί αμετάκλητα και οριστικά;

Ζ. ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ;

Βρισκόμαστε άραγε μπροστά στο τέλος του έθνους-κράτους; Και όλοι οι κλαυθμοί, ειλικρινείς ή κροκοδείλιοι, είναι ανώφελοι; Ο κόσμος βαδίζει στην παγκοσμιοποίηση κάτω από τις συνδυασμένες επιθέσεις των νεωτέρων ιπποτών της αποκάλυψης, του Μπιλ Γκέητς, του Τζωρτζ Σόρος και… του Μπερνάρ Κουσνέρ;

Αυτή η παγκοσμιοποίηση, παρόλο που δεν αναδύθηκε ως συνέπεια της παγκόσμιας εξέγερσης των εργατών, αλλά μάλλον του συνασπισμού των πολυεθνικών, ωστόσο δεν παύει να είναι αληθινή. Τα χρηματιστήρια διασυνδέονται σε μηδενικό χρόνο σε όλη την έκταση του πλανήτη, ενώ το διαδίκτυο μεταβάλλεται στον νευρικό ιστό του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Αυτή η εκδοχή σήμερα μοιάζει εξαιρετικά ισχυρή. Η παγκοσμιοποίηση έχει γίνει ο μπαμπούλας των λαών και ταυτόχρονα το κρυφό αντικείμενο του πόθου ενός μεγάλου μέρους των διανοουμένων, ιδιαίτερα σε μικρές χώρες: να πάψουμε «επιτέλους» να είμαστε επαρχία και να εξαφανιστούμε μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο, δυτικό, ευρωπαϊκό ή, γιατί όχι, και δυτικο-οθωμανικό.

Από την εμφάνιση του «πολιτισμού» και στο εξής, οι βασικές μορφές της συλλογικής ταυτότητας των ανθρώπων υπήρξαν η φυλή και το έθνος. Ως συνέπεια της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής εποχής, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τρίτη φάση στη συγκρότηση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων. Για τους ακραίους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Άλβιν Τόφλερ, ή ορισμένους εκπροσώπους παγκόσμιων οργανώσεων, βαδίζουμε προς μια κοινωνία χωρίς καμία μορφή συλλογικής ταυτότητας εκτός από την ταύτιση με την παγκόσμια κοινότητα. Όλες οι ενδιάμεσες, και κατ’ εξοχήν οι εθνικές, μορφές εδαφικοποίησης θα μαραθούν και θα σβήσουν. Μια μεταβατική στιγμή προς την παγκοσμιότητα είναι εκείνη της ευρωπαϊκής συλλογικής ταυτότητας, που θα αντικαταστήσει τις επί μέρους εθνικές ταυτότητες των ευρωπαϊκών λαών, προς την κατεύθυνση της συγκρότησης ηπειρωτικών, μάλλον, παρά εθνικών ταυτοτήτων. Ή, τέλος, της «ατλαντικής ταυτότητας», από το Σαν Φραντσίσκο έως την Άγκυρα. Ο αγώνας μας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση είναι λοιπόν μια καθυστερημένη μάχη οπισθοφυλακών; Ή, στην καλύτερη περίπτωση αφορά τη διασφάλιση καλύτερων όρων για την πορεία της παγκοσμιοποίησης;

***

Η συγκρότηση των εθνών πραγματοποιείται σε όλη τη μεγάλη διάρκεια της μετάβασης από τις αγροτικές στις βιομηχανικές κοινωνίες. Πρό­κει­ται για συσσωματώσεις που ορίζονται συνήθως από την κοινή γλώσσα, την κοινή φυλετική καταγωγή και προπάντων από την κοινή θρησκεία και παράδοση. Οι πρώτοι λαοί που θα περάσουν σε διαδικασίες εθνογένεσης, άλλοτε επιτυ­χείς και άλλοτε ανεπιτυχείς, κάποτε ακόμα και ψευδείς, θα είναι οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι, ενώ οι έσχατοι θα είναι οι… Βόσνιοι, οι Αλβανοί Κοσοβάροι, οι Χούτου και οι Τούτσι στην Αφρική, κ.ο.κ. Αυτό το όχημα συλλογικής ταυτότητας, το έθνος, θα πάρει τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, του έθνους-κράτους, είτε πριν χιλιάδες χρόνια, στην Κίνα ή την Ιαπωνία, π.χ., ή σχετικά πρόσφατα, στην περίοδο που ακολουθεί τη συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648. Έκτοτε γενικευμένη μορφή της εδαφικοποίησης των ανθρώπινων κοινοτήτων γίνεται το έθνος-κράτος. Όμως πριν ακόμα προλάβει να ολοκληρωθεί η συγκρότηση του κόσμου σε έθνη-κράτη, μέσα από μια τηλεσκοπική επιτάχυνση, με τη μετάβαση στη «μεταβιομηχανική» ή «πληροφορική» κοινωνία, μια νέα μορφή τείνει να αναδειχτεί, εκείνη των υπερεθνικών ενοτήτων, ή, στο πέρας της διαδικασίας, και του παγκόσμιου χωριού. Ο πλανήτης φαίνεται να βαδίζει προς την «ενοποίηση». Σ’ αυτές τις συνθήκες, μεγάλοι λαοί, όπως ο κινεζικός, ο αμερικανικός, ή ο ινδικός, μπορούν ίσως να αποτελέσουν αφ’ εαυτών περιφερειακά υποσυστήματα, ενώ μεγάλα έθνη-κράτη, όπως το γερμανικό, το ρωσικό, το τουρκικό, ίσως να αποτελέσουν τα «κράτη πυρήνα», σύμφωνα με την έκφραση του Χάντιγκτον, ενός ευρύτερου πολιτισμικού-κρατικού χώρου. Όσο για τους μικρούς λαούς, προόρισται, μήπως, να συνθλιβούν ή να συγχωνευτούν μέσα σε αυτά τα ευρύτερα μεγα­σύνολα και να λειτουργούν πιθανώς στο μέλλον όπως οι μειονότητες στα σημερινά εθνικά κράτη;

Οι Έλληνες, πριν συγκροτηθούν σε έθνος, πέρασαν, όπως και οι άλλοι λαοί, από τη μικρή ομάδα, τη φυλή, τις φατρίες, μορφές συσσωμάτωσης που διήρκεσαν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Αυτό που συμβατικά απoκαλούμε «πολιτισμό» αρχίζει στον τόπο μας πριν από 8 ή 9 χιλιάδες χρόνια με την εξημέρωση ζώων και φυτών και την εγκατάσταση σταθερών ανθρώπινων οικισμών. Και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν όλα όσα γνωρίζουμε, κυ­κλαδικός, μινωικός, μυκηναϊκός, προελ­λαδικός, κλασικός, ελληνιστικός, βυ­ζαντινός και εν τέλει νεώτερος ελληνικός πολιτισμός.

Το έθνος όμως δεν ταυτίζεται με το έθνος-κράτος. Στην Ελλάδα, η ύπαρξη χωριστών κρατών, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, δεν αναιρούσε την αίσθηση της κοινής εθνικής ταυτότητας. Το έθνος, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπερβαίνει κατά πολύ, σε διάρκεια, το σύγχρονο έθνος-κράτος, με ακραία έκφραση το εβραϊκό έθνος το οποίο έζησε χωρίς κράτος, εν διασπορά, για χιλιάδες χρόνια μετά τη συγκρότησή του ως έθνος. και μάλιστα σε πείσμα της σύγχρονης θεωρίας, εκ της Εσπερίας εκπορευόμενης, συχνά διατυπωμένης από… Εβραίους διανοούμενους, που βλέπει το έθνος ως δημιούργημα του κράτους.

Προφανώς θα προσφέρουμε κακή υπηρεσία στην υπόθεση της εθνικής ταυτότητας αν υποστηρίξουμε ότι αυτή παραμένει αναλλοίωτη και μοναδική, μη επιδεχόμενη μετατροπές, αλλαγές ή ακόμα και φθορά. Είναι απολύτως πιθανό να σχηματιστούν πολυεθνικές κρατικές ενότητες, όπως έγινε και στο παρελθόν (π.χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η τσαρική Ρωσία και πλέον πρόσφατα η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία). Είναι γεγονός δε ότι σήμερα έχουμε φθάσει σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο διαπλοκής των οικονομιών, των επικοινωνιών, των διεθνών οργανισμών, και χωρίς αμφιβολία, παρά τη σημερινή έκπτωση του ΟΗΕ και την αντικατάστασή του από οργανισμούς της Δύσης (ΝΑΤΟ, G8), οι υπερεθνικοί οργανισμοί και θεσμοί θα ενισχύονται.

Το ερώτημα όμως παραμένει: πού θα ζουν οι άνθρωποι, σε απλές επαρχίες μιας παγκόσμιας κοινότητας; Μήπως στην παγκόσμια ομοσπονδία των κοινοτήτων, σύμφωνα με το σχήμα του Μάρραιη Μπούκτσιν; Και ποιες θα είναι οι ενδιάμεσες μορφές εδαφικοποίησης ανάμεσα στην κοινότητα και την πλανητική διακυβέρνηση; Ακόμα και αν δεχθούμε την υπέρβαση της μορφής έθνος-κράτος σε ορισμένες περιπτώσεις, άραγε τα έθνη θα πάψουν να υπάρχουν ή, αντιθέτως, θα ενισχυθούν και εκεί τα κινήματα ταύτισης με το έθνος ως κουλτούρα, παράδοση, συλλογική μνήμη, φορέα συλλογικών αναπαραστάσεων, πλαίσιο οικονομικών πειραματισμών, όπως ακριβώς συνέβη με έθνη που δεν διέθεταν δική τους κρατική υπόσταση, τους Καταλανούς, τους Βάσκους, τους Βορειο-ιρλανδούς;

Μήπως, αντίθετα, οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις οδηγήσουν εκ νέου στην ενίσχυση του εθνικού, του υπο-εθνικού –αναμοχλεύοντας παλαιότερες ταυτότητες, εθνότητα, γλωσσική ή θρησκευτική ομάδα–, ή ακόμα και του υπερεθνικού επιπέδου – συγκρο­τώντας καινούργιες ταυτότητες, όπως μια ομάδα περισσότερων εθνών.

Η εναλλακτική οικονομική θεωρία θεωρεί ότι έχουμε εισέλθει ήδη σε μια «μεταβιομηχανική εποχή», όπου το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, μέσω του αυτοματισμού, και της μινιατουροποίησης, θα μπορεί να παράγεται επί τόπου, από εναλ­λακτικές εγχώριες πηγές ενέργειας, χωρίς το τεράστιο οικολογικό βάρος της παραγωγής «βαριάς» ενέργειας, των μεταφορών, κλπ. κλπ. Μια οικονομία η οποία χρησιμοποιεί σύγχρονες παραγωγικές μεθόδους και στηρίζεται στην εγχώρια παραγωγή είναι πολύ πιο αποδοτική, την εποχή της πληροφορικής, από μια οικονομία που στηρίζεται σε διαρκώς διογκούμενες μεταφορές προϊόντων από το ένα άκρο της γης στο άλλο. Μικρότερα σύγχρονα εργοστάσια μπορούν να κατασκευάζουν όλο και περισσότερα προϊόντα επί τόπου, όπως έχει δείξει και ο Σουμάχερ στο αξιοσημείωτο βιβλίο του, Small is beautifull. Η εποχή του γιγαντισμού των παραγωγικών μονάδων ανήκει στο παρελθόν. Το οικολογικό και οικονομικό κόστος μιας οικονομίας με μικρότερες μεταφορές και μεγαλύτερη επαφή παραγωγών και καταναλωτων, είναι κατά πολύ μικρότερο από το σημερινό μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής, που ευνοεί μόνον τους ολιγάρχες και τους κάθε είδους «πλανητάρχες».

Αν λοιπόν η παραγωγή, μετά από αιώνες διόγκωσης των παραγωγικών μηχανισμών και διαρκούς διεύρυνσης της απόστασης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, περάσει σε φάση επαναφοράς της οικονομικής εξουσίας στην κοινότητα, τότε μπορεί να διαπιστώσουμε μια νέα ανάδειξη του έθνους, της υπο-εθνικής περιφέρειας, της ομάδας εθνών, σε επίκεντρο των οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών. Δεν υπάρχει κανένας «εσώτερος ντετερμινισμός» στην πορεία της παγκοσμιοποίησης, παρά μόνον τα… συμφέροντα εκείνων που κερδίζουν από αυτή! Είναι δυνατή η αντιστροφή των σημερινών τάσεων στην “παγκοσμιοποίηση”, ώστε επί τέλους να δημιουργηθεί και ένα οικονομικό υπόβαθρο για την οικονομική και κοινωνική δημοκρατία, που προϋποθέτει την εγγύτητα παραγωγού και πολίτη.

Δηλαδή, η πρότασή μας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση είναι τουλάχιστον εξ ίσου σύγχρονη με εκείνη των παγκοσμιοποιητών. Είναι μάλιστα η μοναδική που μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη δημοκρατία και τις ικανές συνθήκες για τη λειτουργία της. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία υπήρξε ως άμεση δημοκρατία διότι τα μεγέθη της πόλης-κράτους την έκαναν εφικτή. Δεν μπορούμε να φανταστούμε μια δημοκρατία η οποία να αφορά εφτά ή εννέα δισεκατομμύρια ανθρώπους! Σε τέτοια μεγέθη, οι γραφειοκρατίες, οι ολιγαρχίες, οι αυτοκρατορίες γίνονται αναπόφευκτες. Είναι γνωστό, και ο Ραούλ Βανεγκέμ το έχει επισημάνει με μια ακραία διατύπωση, πως από τις απαρχές της νεολιθικής περιόδου, δηλαδή ουσιαστικά από την αγροτική επανάσταση και εφεξής, οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται αντιδημο­κρατικές, διότι η «ανάπτυξη» και η αδιάκοπη μεγέθυνση οδηγούν σε κοινωνίες όλο και πιο περίπλοκες, που απαιτούν σύνθετους μηχανισμούς για να κυβερνηθούν. Η διαρκής «φυγή προς τα μπρος», στο επίπεδο των μεγεθών, αποτελεί μηχανισμό αυτοδιαιώνισης των κυρίαρχων ελίτ. Το πέρασμα από τα κράτη-πόλεις της αρχαίας Ελλάδας σε μεγαλύτερες κρατικές οντότητες θα σημάνει και το τέλος της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Η ρωμαϊκή δημοκρατία θα μεταβληθεί σε αυτοκρατορία μέσα από τη μεγέθυνση του ρωμαϊκού κράτους και οι σύγχρονες «μαζικές δημοκρατίες» θα είναι δημοκρατίες μόνο κατ’ όνομα, όπως έχει δείξει και ο Παναγιώτης Κονδύλης. Η «παγκο­σμιοποίηση» της οικονομίας και της πολιτικής σήμερα είναι ένα νέο στάδιο στην επιβε­βαίωση και την αναπαραγωγή των ολιγαρχιών και δεν είναι τυχαίο ότι διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες. Αδιαφανείς πολυεθνικές εταιρείες και πολυεθνικές γραφειοκρατίες, της Διεθνούς Τράπεζας, των G8, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρω­παϊκής Επιτροπής, ή των… Μη Κυ­βερνητικών Οργανώσεων, κυριαρχούν στον πλανήτη μας.

Άρα το ερώτημα θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί: είναι άραγε αναπόφευκτος ο παραπέρα μαρασμός της δημοκρατίας και η μεταβολή μας σε υπηκόους-αριθμούς μιας πλανητικής παραγωγικής μηχανής και μιας παγκοσμιοποιημένης διακυβέρνησης;

Το μικρότερο μέγεθος, το εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, μπορεί να είναι εξ ίσου ή και περισσότερο αποδοτικό από τον παγ­κοσμιο­ποιη­μέ­νο χυλό, το μόνο που μπορεί να δια­σφαλίσει μια πραγματική έννοια δημοκρατίας και ισότητας. Και αν το παλιό έθνος, με το εθνοτικό ή φυλετικό του υπόστρωμα, περάσει σε περίοδο παρακμής, η εθνική οντότητα, ως συγκεκριμενοποίηση της δημοκρατίας, στην οποία μπορεί να συνυπάρχουν ακόμα και διαφορετικοί λαοί, θα παραμένει η μόνη δυνατή απάντηση στην παγκόσμια ολιγαρχία της παγκο­σμιοποίησης.

Η. Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΟΣ ΑΛΜΑΤΟΣ

Για να συμμετάσχουμε όμως σε ένα τέτοιο εγχείρημα, θα πρέπει να δρομολογήσουμε πολιτιστικές, οικονομικές κοινωνικές και εν τέλει πολιτικές κινήσεις που να κατατείνουν στη διαμόρφωση μιας αληθινά νέας τάξης πραγμάτων, στην οποία το κέντρο βάρους της ανάπτυξης θα μεταφερθεί από το κέντρο στην περιφέρεια και θα αντιστρατεύεται το κυρίαρχο χρησιμοθηρικό, παρασιτικό και αντιοικολογικό μοντέλο. Μια πολιτική που θα αναδεικνύει μια διαφορετική αντίληψη για τη δημοκρατία στο επίπεδο της παραγωγής και των θεσμών, ενισχύοντας τις μορφές άμεσης δημοκρατίας. Μια πολιτική που θα ενθαρρύνει την κοινωνική και λαϊκή συμμετοχή στον τομέα της παραγωγής, και δεν θα εξοντώνει τα μικροϊδιοκτητικά στρώματα μέσα από τη διαδικασία της καπιταλιστικής συγκέντρω­σης, αλλά θα προσπαθεί να τα ενσωματώνει σε μια κατεύθυνση κοινοτιστικής αλληλεγγύης. Μια αντίληψη η οποία θα επιχειρεί να δώσει μια νέα απάντηση στη σχέση ισότητας και ελευθερίας, πάνω στην οποία σκόνταψαν μέχρι σήμερα όλες οι εναλλακτικές κοινωνικές απόπειρες. Ένα κοι­νωνικά συνεκτικό και οικολογικά βιώσιμο μοντέλο κοινωνίας και «ανάπτυξης», αποτελεί ανάγκη συλλογικής επιβίωσης και όχι μόνο πρόταση ζωής για άτομα, ομάδες, τάξεις και περιφέρειες.

Μια αντίληψη που θα αναδεικνύει, την εποχή της επικοινωνιακής επανάστασης, μια νέα οπτική για την παιδεία, θα απορρίπτει τον ισοπεδωτικό και εκθεμελιωτικό της ελληνικής παράδοσης «εκσυγχρονισμό», θα υπερβαίνει τον ελιτισμό του «τρίτου κύματος» και της αυξανόμενης κοινωνικο-εκπαιδευτικής διαφοροποίησης, χωρίς να αρνείται μια δημοκρατική αλλά οριοθετημένη οικολογικά και κοινωνικά χρήση της τεχνο­λογίας, της επικοινωνίας και της βιοτεχνολογίας.

Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο ή έστω να αποπειραθούμε αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να ενισχυθούν οι κάθε είδους πρωτοβουλίες:

Πρωτοβουλίες πολιτιστικές για ανάπτυξη μιας εντόπιας κουλτούρας η οποία δεν θα είναι επαρχιώτικη, αλλά θα διαθέτει στοιχεία οικουμενικότητας, όπως έκανε η ποίηση ενός Καβάφη, ή ενός Σεφέρη, η μουσική ενός Χατζηδάκι και ενός… Μπρέγκοβιτς, ο κινηματογράφος ενός Αγγε­λόπουλου ή ενός …Κουστουρίτσα. Στην κατεύθυνση της «Αγέλαστης Πέτρας»… Και σήμερα μόλις αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε και πάλι την κουλτούρα των βαλκανικών λαών, ή προσπαθούμε να δημιουργήσουμε πολιτιστικές μορφές που να στηρίζονται τόσο στην παγκόσμια κουλτούρα όσο και την εγχώρια παράδοση.

Στην οικονομία, το διαφορετικό πρότυπο στο εσωτερικό της χώρας μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμο μόνο με την ενίσχυση της αυτονομίας μας και τη συνεργασία με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Η ενίσχυση της οικονομικής αυτάρκειας και της αυτοπαραγωγής, σε πλήρη αντίθεση με τη θεωρία της αυξανόμενης διασποράς της παραγωγής σε πλανητικό επίπεδο, θα οδηγήσει σε ένα οικονομικό μοντέλο εξαιρετικά πιο αποδοτικό, στο οικολογικό, στο ανθρώπινο αλλά και το οικονομικό πεδίο. Η παγκόσμια διασύνδεση των οικονομιών πρέπει να μετατοπίζεται διαρκώς στους τομείς των επικοινωνιών, της πληροφορίας, των επιστημονικών και διανθρώπινων ανταλλαγών, ενώ ταυτόχρονα θα περιορίζεται η ανεξέλεγκτη και καταστροφική επέκταση του εμπορίου και η εκθετική μεγέθυνση πληθυσμιακών και παραγωγικών μονάδων. Το κόστος διαχείρισης μιας πόλης σαν την Αθήνα π.χ. υπερβαίνει κατά πολύ τα «πλεονεκτήματα» που μπορούν να προσφέρουν οι «οικονομίες κλίμακας». Αυξάνονται οι μεταφορές, το κόστος της γης, το κόστος υγείας –σωματικής και ψυχικής–, η εξάρτηση από τις εισαγωγές. Μια αποκεντρωμένη Ελλάδα όχι μόνο θα ήταν εθνικά ισχυρότερη και ισορροπημένη, αλλά θα διέθετε και πολύ υψηλότερο επίπεδο πραγματικής ευημερίας. Μόνο σε μια τέτοια κατεύθυνση θα συναντήσουμε και το επεκτεινόμενο κίνημα κατά της παγ­κοσμιοποίησης που συνεγείρει σήμερα ολόκληρο τον πλανήτη.

Είναι αλήθεια πως σε όλους τους τομείς παρατηρούνται πρωτοποριακές κινήσεις, έστω και αν δεν είναι αρκετές για να αναστρέψουν τη γενική εικόνα της παρακμής. Όμως κάθε πρωτοβουλία και κίνηση στον τομέα των ιδεών, της οικονομίας, της τέχνης, παραμένει περιθωριακή καθώς δεν ενισχύεται στο πολιτικό και το εκπαιδευτικό-παιδευτικό πεδίο, όπου αντίθετα κυριαρχεί ένα γερασμένο, ραγιάδικο και αναποτελεσματικό σύστημα και μια ρουτινιάρικη διανόηση.

Εκεί πρέπει να δοθεί μια αποφασιστική μάχη, διότι στην Ελλάδα ο κύριος στόχος της στρατηγικής της υποταγής είναι η ιστορία ο πολιτισμός, η παράδοση. Αυτή η επιλογή είναι εύλογη. Η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε μεγάλη έκταση, ούτε μεγάλο πληθυσμό, ούτε στρατηγικούς οικονομικούς πόρους. Κατά συνέπεια, ο ισοπέδωσή της διέρχεται, υποχρεωτικά, από τη ριζοτόμηση της ιστορίας, του πολιτισμού και της παράδοσής της.

Γι’ αυτό και οι διαμάχες των τελευταίων χρόνων για την ιστορία και τον πολιτισμό, την γλώσσα και την παράδοση, είναι ίσως οι σημαντικότερες πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Το ζήτημα της γλώσσας –του απορφανισμού, της εκπτώχευσής της, της αντικατάστασής της από τα γκρήγκλις– έχει καταστεί εδώ και πολλά χρόνια αντικείμενο μιας ευρείας διαμάχης ανάμεσα σε όσους επιθυμούν την κατεδάφισή της, και όσους, όπως ο Σολωμός, δεν έχουν άλλο τι στον νου τους «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».

Έχει φτάσει σήμερα να θεωρείται «απομονωτισμός» η καταγγελία της παγκοσμιοποίησης, «εθνικισμός» και «ρατσισμός» η υπεράσπιση της πατρίδας ή ακόμα και της κοινής λογικής. Χαρακτηρίζεται «νεκρόφιλος» ο Ρίτσος, «φασίστας» ο Εγγονόπουλος, «βυζαντινιστής» ο Θεοδωράκης, «παρακρατικός» ο Παπαρρηγόπουλος, κ.λπ. Έτσι αρχίζουν να παράγονται γενιές φοιτητών και κυρίως φιλολόγων ή δασκάλων που αγνοούν την ελληνική γλώσσα και κατά συνέπεια τη μισούν· ιστορικών που δεν γνωρίζουν την ελληνική ιστορία, και κηρύττουν στα σχολεία την απόρριψη της «εθνικιστικής» ιστορίας, την οποία αγνοούν, αφήνοντας παράλληλα τις νέες γενιές έκθετες στον πολιτισμό της τηλεόρασης, των ρηάλιτι, των SMS και του χουλιγκανισμού.

Αν λοιπόν. οι Έλληνες –ένας μικρός λαός με μεγάλη ιστορική παράδοση και πολιτισμό– χάσουν τη μάχη της γλώσσας, της ιστορίας και του πολιτισμού, τότε θα έχουν χάσει τα πάντα. Τότε, θα μπορεί απρόσκοπτα να επιβληθεί η λογική του ισοπεδωτισμού των πολυεθνικών, που απέναντί τους δεν θέλουν διακριτούς λαούς και διακριτές κοινωνικές τάξεις, αλλά μια μάζα αδιαφοροποίητων ατόμων-καταναλωτών.

Γι’ αυτό είναι καιρός να οργανωθεί πιο συστηματικά η Αντίστασή απέναντι στον καθολικό πολιτιστικό εξανδραποδισμό μας. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμφωνεί μαζί μας, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός ακαδημαϊκών δασκάλων, εκπαιδευτικών της μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης, καλλιτεχνών, δημιουργών, συγγραφέων, δημοσιογράφων.

Και διαθέτουμε προτάσεις που θα πρέπει να προσαρμόσουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα: Σε μια εποχή όπου η κρίση της παγκοσμιοποίησης και της χρησιμοθηρικής και εργαλειακής λογικής, οδηγεί σε τεράστια σύγχυση ολόκληρο τον πλανήτη, ακόμα και κοινωνίες που μέχρι χθες εθεωρούντο αποικιοκρατούμενες ή υποδεέστερες, αποκτούν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τη δική τους αντίληψη για μια νέα, μη εξουσιαστική, οικουμενικότητα.

Έχουμε ανάγκη από ένα ευρύτερο πολιτιστικό και ιδεολογικό κίνημα που θα μεριμνά για τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, που αποτελεί συνάμα και την οικουμενική πρόταση μας, παίρνοντας βεβαίως στοιχεία και προτάσεις από άλλους πολιτισμούς, εντάσσοντάς τες όμως με δημιουργικό τρόπο στη δική μας παράδοση.

Σε ένα τέτοιο κίνημα θα πρέπει να ενταχθούν όλοι όσοι αγωνιούν, μεριμνούν και ενδιαφέρονται για την επιβίωσή μας ως διακριτού υποκειμένου και ως πρότασης πολιτισμού που μπορεί να προσφέρει σε μια νέα δημιουργική οικουμενικότητα.

Ένα βήμα, ανάμεσα στα άλλα, είναι και η συγκρότηση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, που θα αναλάβει ένα συστηματικό έργο σε τομείς όπως η ιστορία, η γλώσσα, ο λαϊκός και λόγιος πολιτισμός, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η σχέση με άλλους πολιτισμούς, με στόχο να οργανώνει ημερίδες, συνέδρια και συναντήσεις, να παρεμβαίνει στο Διαδίκτυο και τον Τύπο. Η Εταιρεία θα πρέπει να αναλάβει και την έκδοση ενός επιστημονικού περιοδικού στον τομέα της Ιστορίας, των ανθρωπιστικών επιστημών, της Τέχνης, της οικολογίας, καθώς και να δημιουργήσει έναν χώρο συναντήσεων, εκδηλώσεων κ.λπ.

***

Μια μορφή πολιτισμού έχει τελειώσει, χωρίς ακόμα να έχει αναδυθεί το καινούργιο. Και η χώρα μας, πιέζεσαι ασφυκτικά. Και τονίσαμε ήδη πως δεν αρκεί η αηδία, η απόρριψη, η προσφυγή στις ρίζες και τις παραδόσεις για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εναλλακτικής πρότασης. Αποτελούν όμως αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτήν. Ρίχνοντας το βλέμμα πίσω, επιστρατεύοντας το κουράγιο και τη δύναμη που μας δίνει η ιστορία και η παράδοσή μας, επε­ξεργαζόμενοι τα δεδομένα του σήμερα και οραματιζόμενοι το μέλλον, θα πρέπει να πασχίσουμε, επιτέλους, γι’ αυτή τη μεγάλη σύνθεση που ενέπνεε τον μεγάλο Σικελιανό:

«Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα

έμπαιν’ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου,

με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως

από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει

το κύμα. σε καράβι π’ ολοένα

βουλιάζει.

…………….η καρδιά μου

με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι

το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια

του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.

Κ’ η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:

«Θάρτει τάχα ποτέ, θα νάρτει η ώρα,

που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου

κ’ η ψυχή μου που Μυημένη τηνέ κράζω

θα γιορτάσουν μαζί;»»

(Άγγελος Σικελιανός, Ιερά Οδός)

[1] Τίτλος βιβλίου του Νόαμ Τσόμσκυ, που αναφέρεται στα πεντακόσια χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής .

Σχολιάστε